-
1 σπάτος
σπάτος, τό, Fell, böotisch, Hesych. Vgl. νεοσπάτωτος u. σπάτειος.
См. также в других словарях:
νεοσπάτωτος — νεοσπάτωτος, ον (Α) (βοιωτ. τ.) νεοκάττυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάτος* «δέρμα» (< θ. σπατ τού σπάω)] … Dictionary of Greek