-
1 νεοπολιτης
-
2 Νεοπολίτης
Νεοπολί̱της, Νεοπολίτηςnew city: masc nom sg -
3 νεοπολίτης
νεοπολί̱της, νεοπολίτηςnew city: masc nom sg -
4 νεοπολίτης
A newly enfranchised citizen, Arist.Ath.21.4, D.S.14.7, Ath.4.138a, App.BC 1.49:—fem. [suff] νεο-πολῖτις, ιδος, as Adj., ν. πόλεις ib.76.2 Νεοπολίτης, v. Νεάπολις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπολίτης
-
5 νεοπολίτης
νεο-πολίτης, ὁ, der eben erst Bürger geworden, bes. von eben Freigelassenen -
6 Νεοπολίτας
Νεοπολί̱τᾱς, Νεοπολίτηςnew city: masc acc plΝεοπολί̱τᾱς, Νεοπολίτηςnew city: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 νεοπολίτας
νεοπολί̱τᾱς, νεοπολίτηςnew city: masc acc plνεοπολί̱τᾱς, νεοπολίτηςnew city: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Νεοπολίται
-
9 Νεοπολῖται
-
10 Νεοπολιτάν
-
11 Νεοπολιτᾶν
-
12 Νεοπολιτών
-
13 Νεοπολιτῶν
-
14 Νεοπολίταις
Νεοπολί̱ταις, Νεοπολίτηςnew city: masc dat pl -
15 νεοπολίται
-
16 νεοπολῖται
-
17 νεοπολιτάν
-
18 νεοπολιτᾶν
-
19 νεοπολιτών
-
20 νεοπολιτῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νεοπολίτης — νεοπολίτης, ό, θηλ. νεοπολῑτις (Α) 1. δούλος που ελευθερώθηκε πρόσφατα και απέκτησε πολιτικά δικαιώματα 2. το θηλ. ως επίθ. (για πόλη) αυτή που κτίστηκε πρόσφατα ή που είναι μεταγενέστερη σε σχέση με μια άλλη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ… … Dictionary of Greek
Νεοπολίτης — Νεοπολί̱της , Νεοπολίτης new city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολίτης — νεοπολί̱της , νεοπολίτης new city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολῖται — Νεοπολίτης new city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολῖται — νεοπολίτης new city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολίτας — Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc acc pl Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολίτας — νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc acc pl νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολιτᾶν — Νεοπολῑτᾶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολιτᾶν — νεοπολῑτᾶν , νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολιτῶν — Νεοπολῑτῶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολιτῶν — νεοπολῑτῶν , νεοπολίτης new city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)