Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεοπολίτης

См. также в других словарях:

  • νεοπολίτης — νεοπολίτης, ό, θηλ. νεοπολῑτις (Α) 1. δούλος που ελευθερώθηκε πρόσφατα και απέκτησε πολιτικά δικαιώματα 2. το θηλ. ως επίθ. (για πόλη) αυτή που κτίστηκε πρόσφατα ή που είναι μεταγενέστερη σε σχέση με μια άλλη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Νεοπολίτης — Νεοπολί̱της , Νεοπολίτης new city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολίτης — νεοπολί̱της , νεοπολίτης new city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολῖται — Νεοπολίτης new city masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολῖται — νεοπολίτης new city masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολίτας — Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc acc pl Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολίτας — νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc acc pl νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολιτᾶν — Νεοπολῑτᾶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολιτᾶν — νεοπολῑτᾶν , νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεοπολιτῶν — Νεοπολῑτῶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοπολιτῶν — νεοπολῑτῶν , νεοπολίτης new city masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»