-
1 νεοθρότοις
νεο-θρότοις· νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθρότοις
-
2 νεοαυξής
νεο-αυξής, ές,A = νεαύξητος. Hsch. s.v. νεοθρότοις:—also [suff] νεο-αύξητος, ον, Apollon.Lex.s.v. νεοαρδέα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοαυξής
См. также в других словарях:
νεοθρότοις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν» … Dictionary of Greek