-
1 νεκράγγελος
νεκρ-άγγελος, ον,A messenger of the dead, Luc.Peregr.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκράγγελος
См. также в других словарях:
νεκράγγελος — νεκράγγελος, ον (Α) αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»] … Dictionary of Greek