-
1 νεκρό-σῡλος
νεκρό-σῡλος, Todte plündernd, beraubend (?).
-
2 νεκρόσῡλος
νεκρό-σῡλος, Tote plündernd, beraubend
См. также в других словарях:
νεκροσυλία — η (Α νεκροσυλία) σύληση τού νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + συλία (< συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο συλία, ιερο συλία] … Dictionary of Greek
φλεβοσυλία — ἡ, Α βλάβη τών φλεβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + συλία (< συλος < συλῶ), πρβλ. νεκρο συλία] … Dictionary of Greek