-
1 νεκρο-πομπός
νεκρο-πομπός, Todte geleitend, führend; Eur. Alc. 443; Luc. D. D. 24, 1.
-
2 νεκροπομπός
νεκρο-πομπός, Tote geleitend, führend
См. также в других словарях:
νεκυοπομπός — νεκυοπομπός, όν (Μ) νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη 2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» ονομασία μυθικής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο πομπός, νεκρο πομπός] … Dictionary of Greek