Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νεκροκομίζω

См. также в других словарях:

  • νεκροκομίζω — ή νεκροκομῶ, έω (Α) [νεκροκόμος] φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • νεκροκομώ — νεκροκομῶ, έω (Α) βλ. νεκροκομίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»