-
1 νεκροκομίζω
νεκρο-κομέω u. νεκροκομίζω, die Toten besorgen, schmücken -
2 νεκρο-κομέω
νεκρο-κομέω u. νεκροκομίζω, die Todten besorgen, schmücken, Lob. Phryn. 625.
-
3 νεκροκομέω
νεκρο-κομέω u. νεκροκομίζω, die Toten besorgen, schmücken
См. также в других словарях:
νεκροκομίζω — ή νεκροκομῶ, έω (Α) [νεκροκόμος] φροντίζω για την ταφή τών νεκρών, στολίζω νεκρούς, κηδεύω … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
νεκροκομώ — νεκροκομῶ, έω (Α) βλ. νεκροκομίζω … Dictionary of Greek