Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεκροθήκη

См. также в других словарях:

  • νεκροθήκη — η (Α νεκροθήκη) νεοελλ. 1. θήκη για εναπόθεση νεκρών, σαρκοφάγος 2. θήκη για εναπόθεση οστών, οστεοθήκη, λειψανοθήκη 3. φέρετρο αρχ. υδρία, αγγείο όπου τοποθετούσαν τη σποδό τών νεκρών, τεφροδόχος κάλπη …   Dictionary of Greek

  • νεκροθήκαις — νεκροθήκη coffin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροθήκης — νεκροθήκη coffin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • δροίτη — δροίτη, η (Α) 1. λουτήρας, ξύλινη μπανιέρα, σκάφη 2. κούνια, λίκνο 3. φέρετρο, νεκροθήκη 4. είδος όρχησης …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα …   Dictionary of Greek

  • νεκροκρέβατο — το (Μ νεκροκρέβατον) η νεκροθήκη, το φέρετρο …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»