-
1 κλιντήρ
κλιντήρ, ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινϑεῖσα' λύϑεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).
-
2 νεκρο-δόχος
νεκρο-δόχος, = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.
-
3 κλιντήρ
κλιντήρ, ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett. Auch νεκροδόκος, die Bahre
См. также в других словарях:
νεκροδόκος — νεκροδόκος, ον (Α) (για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιερο δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
νεκροδόκον — νεκροδόκος receiving the dead masc/fem acc sg νεκροδόκος receiving the dead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek