Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεκρή

  • 1 νεκρός

    η, ό [ά, όν ] 1. в разн. знач мёртвый;

    νεκρό κεφάλαιο — мёртвый капитал;

    νεκρή γλώσσα — мёртвый язык;

    γίνομαι νεκρό γράμμα — становиться мёртвой буквой;

    νεκρός τύπος — пустая формальность;

    νεκρά φύση — натюрморт;

    νεκρό σημείο тех — мёртвая точка;

    νεκρή σεζόν — мёртвый сезон;

    κατέπεσε κάτω νεκρός — он

    упал замертво на землю, 2. (ο) покойник; мертвец, труп;

    τιμώ τούς νεκρους — чтить память мёртвых

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νεκρός

  • 2 γλώσσα

    I η
    1) анат. язык;

    γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;

    δείχνω τη γλώσσαпоказывать язык (врачу);

    βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);

    2) язык, речь;

    μητρική γλώσσα — родной язык;

    ξένη γλώσσα — иностранный язык;

    ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;

    λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;

    γλώσσα γραφομένη — письменная речь;

    ομιλούμενη γλώσσαразговорный язык (в противоположность письменному языку);

    απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;

    ιδιωματική γλώσσα — диалект;

    αδελφές γλώσσες — родственные языки;

    δημοτική (γλώσσ) — димотика;

    μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;

    (γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;

    μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;

    ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;

    3) перен. язык, язычок;

    γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;

    γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;

    γλώσσα νήζ — коса (шиш);

    γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;

    γλώσσα καμπάνας — язык колокола;

    γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;

    § κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;

    όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;

    γλώσσα σπαθί — острый язык;

    έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;

    γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;

    πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;

    έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;

    η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;

    του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;

    λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;

    του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;

    μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;

    με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;

    ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);

    δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;

    δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;

    δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;

    μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;

    με τη γλώσσα εξω — высунув язык;

    μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;

    γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;

    μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;

    λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой

    γλώσσα2
    II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γλώσσα

  • 3 εποχή

    η
    1) эпоха; 2) век;

    λιθίνη εποχή — каменный век;

    3) эра;

    νέα εποχή — новая эра;

    4) время года, сезон;

    νεκρή εποχή — мёртвый сезон;

    εποχή του φθινοπώρου — осенний сезон;

    φρούτα της εποχής — сезонные фрукты;

    εποχή των λουτρών (των σταφυλιών, των θεάτρων) — купальный (виноградный, театральный) сезон;

    εποχή του κυνηγίου — охотничий сезон;

    5) время, период;

    οι εποχές τού έτους — времена года;

    εις παλαιοτέρας εποχάς — в старое время;

    στην εποχή μας — в наше время;

    στην εποχή μου — в моей юности;

    καλές εποχές εκείνες — это были хорошие времена;

    § αφήνω εποχή — становиться эпохальным; — иметь большой успех (о литературном произведении, песне и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εποχή

  • 4 φύση

    [-ις (-εως)] η
    1) природа (в рази, знач); натура;

    ανθρώπινη φύσ — человеческая природа;

    φύσει — или εκ φύσεως — или απ' τη φύση του — по природе, от природы; — по нату'ре;

    είναι εκ φύσέως αγαθός — по натуре он добрый;

    είναι στη φύση των ίδιων των πραγμάτων — это в природе вещей;

    2) иск. натура;
    3) мужской член;

    § νεκρή φύση — натюрморт;

    είναι φύσει αδύνατον — это совершенно невозможно, это исключено;

    κατά φύσιν — в соответствии с законами природы, естественно;

    παρά φύσιν — противоестественно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύση

См. также в других словарях:

  • νεκρή φύση — Ζωγραφικό είδος που ασχολείται με την απεικόνιση άψυχων πραγμάτων δηλαδή με άνθη, καρπούς, κυνήγι, φαγητά, όργανα, εργαλεία κ.ά. Η ν. φ. ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, η οποία όμως αν και δημιούργησε λαμπρά δείγματα του είδους αυτού, τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κολάζ — (γαλλ. collage). Όρος της ζωγραφικής που χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς για τα έργα των καλλιτεχνών οι οποίοι, αντί να μεταχειρίζονται μόνο χρώματα, επικολλούν ετερογενή υλικά σε μία επιφάνεια (φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • νατ(ο)ύρ μορτ — η άκλ. νεκρή φύση, ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων, όπως λουλουδιών, καρπών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nature morte «νεκρή φύση»] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • σαπροφάγος — α, ο, Ν 1. βιολ. αυτός που τρέφεται με νεκρή ή σηπόμενη οργανική ύλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπροφάγα ζωολ. οι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη, συμβάλλοντας στην αποσύνθεσή της, όπως είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …   Dictionary of Greek

  • θουρμπαράν, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Zurbαrάn, Φουέντε ντε Κάντος, Εστρεμαδούρα 1598 – Μαδρίτη 1664). Ισπανός ζωγράφος. Σε ηλικία 15 ετών φοίτησε στη Σεβίλη, στη σχολή του Ντιάθ ντε Βιλανουέβα. Ωστόσο, οι κυριότεροι παράγοντες στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του… …   Dictionary of Greek

  • Κλέε, Πάουλ — (Paul Κlee, Μίνχεμπουχζεε, Βέρνη 1879 – Μουράλτο, Λοκάρνο 1940). Ελβετός ζωγράφος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτοπόρων της μοντέρνας ζωγραφικής. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τις λεπτές και ενίοτε ειρωνικές μορφές της ζωγραφικής και των σχεδίων …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάφου (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που ιδρύθηκε το 1966 (οδός Γρίβα Διγενή), στεγάζει αρχαιολογικά ευρήματα από την επαρχία Πάφου που χρονολογούνται από τη νεολιθική έως και την ενετική εποχή. Για να αποφύγετε τη σύγχυση που μπορεί να σας δημιουργηθεί όσον αφορά στους… …   Dictionary of Greek

  • Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»