-
1 νεηνίσκος
νεανίσκοςmasc nom sg (ionic) -
2 νεάνισκος
A youth, young man, IG12.374.162, al., Hdt.4.72, 112, Pl.Smp. 211d, Arist. Pol. 1303b21, Anon.Hist.( FGrH160) p.887 J., etc.; ν. τὸ εἶδος (nisi leg. νεανικός) X.HG3.3.5; in Hdt.3.53 the same youth is called both νεηνίης and νεηνίσκος; but in Antipho 3.4.6 and 8 the same person is called ν. and μειράκιον, and the eldest son of Socrates is calledνεανίσκος X.Mem.2.2.1
, but ;ἔν τε παισὶ καὶ ν. καὶ ἐν ἀνδράσι Id.R. 413e
;παῖς εἴκοσι ἔτεα, νεηνίσκος εἴκοσι, νεηνίης εἴκοσι, γέρων εἴκοσι Pythag.
ap. D.L.8.10, cf. Hp.Hebd.5: more freq. than νεανίας in later Gr., Wilcken Chr. 30i4 (iii/ii B.C.), Plb.1.36.12, Ev.Matt.19.20, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεάνισκος
-
3 νεηνίης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεηνίης
См. также в других словарях:
νεηνίσκος — νεηνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νεανίσκος … Dictionary of Greek
νεηνίσκος — νεανίσκος masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… … Dictionary of Greek