Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

νεηνίσκος

См. также в других словарях:

  • νεηνίσκος — νεηνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. νεανίσκος …   Dictionary of Greek

  • νεηνίσκος — νεανίσκος masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»