-
1 νεηλιφης
См. также в других словарях:
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
νεηλιφεῖς — νεηλιφής fresh plastered masc/fem acc pl νεηλιφής fresh plastered masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek