Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νεβρῆ

См. также в других словарях:

  • νεβρή — νεβρῆ και ασυναίρ. νεβρέη, ἡ (Α) 1. το δέρμα τού νεβρού, η νεβρίδα 2. (γενικά) δορά, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή, παρδαλ ή)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»