-
1 νεβρό-γονος
νεβρό-γονος, vom Hirschkalbe stammend, κνήμη, poet. bei Plut. sept. sap. conv. 5.
-
2 νεβρόγονος
-
3 νεβρογονος
2взятый у молодого оленяν. κνήμη Plut. — голень молодого оленя, т.е. свирель из оленьей голени
См. также в других словарях:
νεβρόγονος — νεβρόγονος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή κατασκευάστηκε από νεβρό («μνήμη νεβρόγονος» το οστό κνήμης νεβρού, Κλεόβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. θεό γονος, πηλό γονος] … Dictionary of Greek