Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεα

  • 41 μπαγιάτικος

    η, ο
    1) несвежий; недостаточно свежий; чёрствый (о хлебе); 2) перен. устаревший, вышедший из употребления; старый;

    μπαγιάτικα νέα — устаревшие новости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαγιάτικος

  • 42 νερό

    τό
    1) вода;

    νερό πηγαδήσιο — колодезная вода;

    πόσιμο νερό — питьевая вода;

    γλυκό νερό — пресная вода;

    βρασμένο νερό — кипячёная вода;

    μεταλλικό νερό — минеральная вода;

    νερό τρεχούμενο — проточная вода;

    η στάθμη τού νερού — уровень воды;

    πέφτω στα νερά упасть в воду, в лужу;
    2) дождь;

    αν ρίξει ο Μάρτης δυό νερά... — если в марте раза два пойдёт дождь...;

    3) моча;
    4) мочеиспускание;

    κάνω το νερό μου — мочиться;

    πάω προς νερού μου — идти в туалет, в уборную;

    5) πλ. отлив, перелив;

    ΰφασμα με νερά — муаровая ткань;

    τό ατλάζι κάνει ωραία νερά — атлас красиво переливается;

    6) πλ. мор. ватерлиния;
    7) πλ. мор. кильватер;

    § ιαματικά νερά — воды (курорт);

    ναύτης (γιατρός, δικηγόρος κ.τ.λ.) τού γλυκού νερου — горе-моряк (-врач, -адвокат и т. п.);

    μιά νέα σαν το κρύο νερό — молодая красивая девушка, девушка кровь с молоком;

    κάνω μιά τρύπα στο νερό — толочь воду в ступе, делать что-л, впустую, напрасно;

    η βάρκα κάνει νερά — лодка дала течь;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    αυύτη η δουλειά σηκώνει νερό — на этом можно заработать;

    αυτό σηκώνεινερό — это ещё как сказать!;

    βάζω 'со νερό στ' αυλάκι — налаживать дело;

    βάλε νερό στο κρασί σου — умерь свой аппетит, пыл; — сбавь тон;

    έκανέ νερά — он спасовал;

    έχει χάσει τα νερά του — он сам не свой;

    τον έφερα στα ( — или με τα) νερά μου — я сделал его своим единомышленником; — я его склонил на свою сторону;

    δεν δίνει ο6*τε τού αγγέλου τού νερό — у него зимой снега не выпросишь;

    ξέρω το μάθημα μου νερό ( — или νεράκι) — знать урок на зубок, как свои пять пальцев;

    αυτό θα πουληθή χίλιες δραχμές μεσ' στο νερό — это наверняка можно продать за тысячу драхм;

    κουβαλώ ( — или χύνω) νερό στο μύλο κάποιου — лить воду на чью-л. мельницу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νερό

  • 43 νιά

    η см. νέα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νιά

  • 44 πνέω

    (αόρ. επνευσα) αμετ. дуть; веять;

    § πνέω με νέα — дышать гневом, рвать и метать;

    πνέω τα λοίσθια — быть при последнем издыхании;

    νέοι ΰνεμοι πνέουν — появились новые веяния

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνέω

  • 45 σελήνη

    η луна;

    νέα σελήνη — новолуние;

    § σελήνη του μέλιτος — медовый месяц

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σελήνη

  • 46 φρουρά

    η
    1) охрана, стража;

    ένοπλος φρουρά — конвой;

    με φρουρά — или οπό φρουράν — под охраной;

    2) пост; караул;

    τιμητική φρουρά — почётный караул;

    αλλαγή φρουράς — смена караула;

    είμαι της φρουρας — нести караул;

    βάζω (πιάνω) φρουρά — выставлять (заступать в) караул;

    3) гарнизон;

    υπηρεσία στη φρουρά — гарнизонная служба;

    4) гвардия;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φρουρά

  • 47 φτάνω

    (αόρ. έφτασα) 1. αμετ.
    1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;

    φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;

    έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;
    έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);

    φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;

    έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;
    έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);

    αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;

    τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;

    η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;

    όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;

    φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;

    τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;

    φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;

    φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;

    4) достигать, добиваться -(чего-л.);

    φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;

    5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);
    αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;

    ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;

    τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;

    6) быть достаточным, хватать;

    φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;

    δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;

    αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;

    φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;

    σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;
    7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;

    § φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;

    δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;

    2. μετ.
    1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;

    καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;

    έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;
    3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτάνω

  • 48 Ρώμη

    Ρώμη η
    Рим;
    ΦΡ.
    Νέα Ρώμη η — Новый Рим – Константинополь как столица Восточно-римской империи
    Πρεσβυτέρα ΡώμηРим (Старый) – столица Римской империи

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ρώμη

  • 49 Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά

    Εκατό χρονώ γάιδαρος ( το παλιό τ' άλογο) νέα περπατησιά δε μαθαίνει
    – Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά
    Старого осла новым штукам не научишь
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά

См. также в других словарях:

  • Νέα — Νέᾱ , Νέη fem nom/voc/acc dual Νέᾱ , Νέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέα — νέα, ἡ (Α) βλ. νειός …   Dictionary of Greek

  • νέα — ναῦς ship fem acc sg (epic ionic) νέᾱ , νέα fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νέος young neut nom/voc/acc pl νέᾱ , νέος young fem nom/voc/acc dual νέᾱ , νέος young fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέᾳ — νέαι , νέα fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέα fem dat sg (attic doric aeolic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέομαι go pres ind mp 2nd sg (epic ionic) νέαι , νέος young fem nom/voc pl νέᾱͅ , νέος young fem dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

  • Νέα, Τα — Καθημερινή απογευματινή εφημερίδα της Αθήνας με εκδότη τον Δημήτριο Λαμπράκη (1930). Αρχικά εκδιδόταν με τον τίτλο Αθηναϊκά Νέα, που τον διατήρησε έως την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Από το 1970 εκδίδεται ως ιδιοκτησία του δημοσιογραφικού… …   Dictionary of Greek

  • Νέᾳ — Νέαι , Νέη fem nom/voc pl Νέᾱͅ , Νέη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Καμένη — Néa Kaméni Néa Kaméni Νέα Καμένη (el) Vue aérienne de Néa Kaméni. Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»