-
1 νεανισκάριον
νεανισκάριονneut nom /voc /acc sg -
2 νεανισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεανισκάριον
-
3 νεανισκάρια
νεανισκάριονneut nom /voc /acc pl -
4 νεανισκύδριον
νεᾱνισκ-ύδριον, τό,A = νεανισκάριον, Theognost.Can.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεανισκύδριον
См. также в других словарях:
νεανισκάριον — νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) [νεανίσκος] (συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τού νεανίσκος … Dictionary of Greek
νεανισκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκάρια — νεανισκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκύδριον — νεανισκύδριον, τὸ (Μ) (συν. με υποτιμητική σημ.) νεανισκάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεανίσκος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek