-
1 νεακονητος
-
2 νεοκονητος
См. также в других словарях:
νεακόνητος — και νεοκόνητος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έχει ακονιστεί («νεακόνητον αἶμα χειροῑν ἔχων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἀκονῶ «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
νεακόνητον — νεᾱκόνητον , νεακόνητος newlywhetted masc/fem acc sg νεᾱκόνητον , νεακόνητος newlywhetted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοκόνητος — νεοκόνητος, ον (Α) βλ. νεακόνητος … Dictionary of Greek
νεακονήτοις — νεᾱκονήτοις , νεακόνητος newlywhetted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)