Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεᾱλής

См. также в других словарях:

  • νεαλής — νεᾱλής , νεαλής newly caught masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • al-2 —     al 2     English meaning: “to grow; to bear”     Deutsche Übersetzung: “wachsen; wachsen machen, nähren”     Material: O.Ind. an ala “ fire “ (“ the glutton “, W. Schulze KZ. 45, 306 = Kl. Schr. 216); Gk. νεᾱλής “ cheerful, strong “ (νέος +… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»