-
1 νεικη
-
2 ακορεστος
21) ненасытный, неутомимый(τινος Aesch., Plut.)
2) беспрестанный, нескончаемый(ἀτηρὰ τύχη Aesch.; οἰμωγά Soph.; νείκη Eur.)
3) никогда не насыщающий -
3 αμφιλογος
21) оспариваемый, спорный, сомнительный(ἀγαθά Xen.; ὀφείλημα Arst.)
τὰ ἀμφίλογα Thuc. — спорные вопросы, разногласия;εἴ τι ἀμφίλογον πρὸς ἀλλήλους γίγνοιτο Xen. — в случае возникновения какого-л. взаимного разногласия;ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν Eur. — душа (моя) колеблется между двумя (решениями)2) задорный, завзятый(νείκη Soph.; ὀργαί Eur.)
-
4 αναζωπυρεω
1) вновь зажигать, возвращать к жизни, оживлять, воскрешать(θερμῷ τὸ θερμόν Arst.; νείκη νέα Eur. - in tmesi; μαραινομένην τέν δύναμιν Plut.; ἐπιθυμίαν Luc.)
; pass. оживать, воскрешать Plat.τὰ τῶν Θηβαίων ἀνεζωπυρεῖτο Xen. — положение фиванцев улучшилось, фиванцы воспрянули духом
2) оживать, воскресать(πόλις ἀναζωπυροῦσα Plut.)
-
5 ζωπυρεω
1) раздувать, разжигать(τοὺς ἄνθρακας Men.; φλόγα Plut.)
2) вызывать, пробуждать, возбуждать(τάρβος Aesch.; νείκη νέα Eur.; τρυφήν Plut.)
3) раздражать, выводить из себя(τινα Arph.)
-
6 μνημονευω
1) помнить, вспоминать(τὰ ἔπεα Her.; παλαιὰ νείκη Eur.; τὰ ἐκ τοῦ πρὴν χρόνου μνημονευόμενα Thuc.)
ἦ μνημονεύσεις οῦν ἅ σοι παρῄνεσα ; Soph. — а помнишь ты (мои) советы тебе?;( реже — с gen.) μνημονεῦσαι ὧν ἂν ἴδωμεν ἢ ἀκούσωμεν Plat. запомнить το, что мы увидим или услышим2) рассказывать по памяти, пересказывать3) упоминать, напоминать -
7 ξυλλυω
1) помогать развязать(δέσμα τινός Eur.)
2) досл. вместе поднимать якорь, т.е. вместе плавать, перен. принимать в своем доме(τινά Aesch.)
3) улаживать, разрешать(τὰ νείκη Diod.)
εἰ μέ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει Soph. — если ты хочешь не разжечь, а уладить (ссору);συλλύσασθαι πρὸς τοὺς Ἕλληνας Diod. — помириться с греками -
8 συλλυω
1) помогать развязать(δέσμα τινός Eur.)
2) досл. вместе поднимать якорь, т.е. вместе плавать, перен. принимать в своем доме(τινά Aesch.)
3) улаживать, разрешать(τὰ νείκη Diod.)
εἰ μέ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει Soph. — если ты хочешь не разжечь, а уладить (ссору);συλλύσασθαι πρὸς τοὺς Ἕλληνας Diod. — помириться с греками
См. также в других словарях:
νείκη — νείκη, ἡ (Α) 1. φιλονικία, έριδα 2. ως κύριο όν. ἡ Νείκη η θεά τής φιλονικίας, η Έρις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής λ. νείκη είναι αμφίβολη] … Dictionary of Greek
νείκη — νει neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νει neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νείκη fem nom/voc sg (attic epic ionic) νεῖκος quarrel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεῖκος quarrel neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεικέω quarrel… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεῖκαι — νείκη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκης — νείκη fem gen sg (attic epic ionic) νεικέω quarrel imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκας — νείκᾱς , νείκη fem acc pl νείκᾱς , νείκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
κορυθαίολος — κορυθαίολος, ον, και ποιητ. τ. κορυθαιόλος, ον (Α) 1. (για τον Έκτορα και τον Άρη) αυτός που κινεί ταχέως την περικεφαλαία ή το λοφίο της («Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (κωμ. μτφ. για λογομαχία) σφοδρός («ίππολόφων τε … Dictionary of Greek
νεικέων — νει neut gen pl (epic doric ionic aeolic) νείκη fem gen pl (epic ionic) νεῖκος quarrel neut gen pl (epic doric ionic aeolic) νεικέω quarrel pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεικῶν — νει neut gen pl (attic epic doric) νείκη fem gen pl νεῖκος quarrel neut gen pl (attic epic doric) νεικέω quarrel pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νείκην — νει neut acc sg νείκη fem acc sg (attic epic ionic) νεῖκος quarrel neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)