Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νεάζομεν

См. также в других словарях:

  • νεάζομεν — νεάζω to be young pres ind act 1st pl νεάζω to be young imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»