-
1 νεάζω
νεάζω, 1) jung, jugendlich sein; οἷα νεάζει πυϑμήν, Aesch. Suppl. 98; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις μὲν παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν, Ag. 742; vgl. Soph. Tr. 143; ὁ νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγώς, der jüngere, O. C. 375; μῶν νεάζειν οὐχ ὁρᾷς ἃ χρή σ' ὁρᾶν, Eur. Phoen. 720; sp. D., φρένας νεάζει, Anacr. 37, 6. Bei Hdn. 3, 14, 4 = die Jugend verbringen. – Nach Phot. νεάζομεν auch = νεωστὶ ἥκομεν. – 2) trans., erneuern, neu machen, bes. vom Acker, die Brache umpflügen?
См. также в других словарях:
νεάζομεν — νεάζω to be young pres ind act 1st pl νεάζω to be young imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek