-
1 ναύ-σταθμος
ναύ-σταθμος, ὁ, = Vorigem, Plut. Aristid. 22 Anton. 63.
-
2 ναύσταθμον
ναύ-σταθμον, τό, u. ναύ-σταθμος, ὁ, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht
См. также в других словарях:
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek