-
1 ναύαρχος
[навархос] ουσ. а. адмирал.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναύαρχος
-
2 адмирал
-
3 адмирал
ο ναύαρχος- флота ο στόλαρχος, ο διοικητής του στόλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > адмирал
-
4 флагман
1. (командующий крупным соединением военных кораблей) о στό-λαρχοςο αρχηγός του στόλου, ο ναύαρχος2. (корабль) η ναυαρχίς/ναυαρχίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флагман
-
5 адмирал
адмиралм ὁ ναύαρχος. -
6 флагман
флагманм1. ὁ ναύαρχος, ὁ στόλαρχος·2. (корабль) ἡ ναυαρχίδα [-ίς]. -
7 адмирал
[αντμιράλ] ουσ. α. ναύαρχος -
8 флагман
[φλάγκμαν] ουσ. α. ναύαρχος -
9 адмирал
[αντμιράλ] ουσ α ναύαρχος -
10 флагман
[φλάγκμαν] ουσ α ναύαρχος -
11 адмирал
-а α.ναύαρχος. -
12 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
13 флагман
-а α.1. στόλαρχος• ναύαρχος.2. ναυαρχίδα.3. ανώτατος αξιωματικός ναυτικού (1935 – 1940).
См. также в других словарях:
ναύαρχος — commander of a fleet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύαρχος — ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος) ο διοικητής τού στόλου νεοελλ. 1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού τού Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό 2. ο… … Dictionary of Greek
ναύαρχος — ο 1. αρχηγός στόλου. 2. ανώτατος στο βαθμό αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σωτηριάδης, Ιωάννης — Ναύαρχος, ο πρώτος επιστημονικά μορφωμένος αξιωματικός του ελληνικού στόλου. Η χρονολογία της γέννησης του δεν έχει εξακριβωθεί, πέθανε όμως το 1874. Πήρε μέρος, παιδί ακόμα, στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Αργότερα πήγε στην Αγγλία, όπου σπούδασε… … Dictionary of Greek
Наварх — (ναύαρχος) предводитель флота и вместе с тем главнокомандующий боевых сил у спартанцев; должность позднего происхождения (с 480 г.). Значение ее было весьма велико: нередко народная партия противопоставляла Н. законным царям. Для контроля над Н.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ουλιάδης — Ναύαρχος των Σαμίων, τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Μετά τη μάχη των Πλαταιών προσκάλεσε τον ελληνικό στόλο να συμπολεμήσει μαζί του στη Μυκάλη. Το 476 π.Χ., συμπολεμώντας με τον Παυσανία στο Βυζάντιο, τόσο χολώθηκε από τον αυταρχικό χαρακτήρα του… … Dictionary of Greek
ναυάρχοις — ναύαρχος commander of a fleet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχου — ναύαρχος commander of a fleet masc gen sg ναυάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχους — ναύαρχος commander of a fleet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχων — ναύαρχος commander of a fleet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυάρχῳ — ναύαρχος commander of a fleet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)