-
1 ναυ-στόλημα
ναυ-στόλημα, τό, = Folgdm, πόντου, Eur. Suppl. 221.
-
2 ναυστολία
ναυ-στολία, ἡ, u. ναυ-στόλημα, τό, u. ναυ-στόλησις, ἡ, das zu Schiffe Fahren, die Seefahrt
1 ναυ-στόλημα
ναυ-στόλημα, τό, = Folgdm, πόντου, Eur. Suppl. 221.
2 ναυστολία