-
1 ναυτοδικών
-
2 ναυτοδικῶν
См. также в других словарях:
ναυτοδικῶν — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc gen pl ναυτοδίκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ναυτοδικών
2 ναυτοδικῶν
ναυτοδικῶν — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc gen pl ναυτοδίκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)