Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ναυτικό

  • 1 ναυτικό(ν)

    το морской флот;

    εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;

    πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ναυτικό(ν)

  • 2 ναυτικό(ν)

    το морской флот;

    εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;

    πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ναυτικό(ν)

  • 3 ναυτικό

    [нафтико] ουσ. о. морской флот.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυτικό

  • 4 ναυτικό

    [нафтико] ουσ ο морской флот.

    Эллино-русский словарь > ναυτικό

  • 5 άγημα

    το мор.
    1) команда; отряд (морской пехоты); 2) десант;

    αποβατικό άγημα — десантный отряд;

    αεροπορικό (ναυτικό) άγημα — воздушный (морской) десант;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άγημα

  • 6 επιμελητήριο(ν)

    το палата; управление; ведомство;

    ναυτικό επιμελητήριο(ν) — морское ведомство;

    εμπορικό[ν] επιμελητήριο(ν)торговая палата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιμελητήριο(ν)

  • 7 επιμελητήριο(ν)

    το палата; управление; ведомство;

    ναυτικό επιμελητήριο(ν) — морское ведомство;

    εμπορικό[ν] επιμελητήριο(ν)торговая палата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιμελητήριο(ν)

  • 8 μίλι(ον)

    τό
    1) миля;

    γεωγραφικό μίλι(ον) — географическая миля (=7422 м);

    αγγλικό μίλι(ον) — английская миля (= 1609,34 м);

    ναυτικό μίλι(ον) — морская миля (= 1851 м);

    2) большое расстояние;

    μίλια μακρυά — очень далеко

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μίλι(ον)

  • 9 μίλι(ον)

    τό
    1) миля;

    γεωγραφικό μίλι(ον) — географическая миля (=7422 м);

    αγγλικό μίλι(ον) — английская миля (= 1609,34 м);

    ναυτικό μίλι(ον) — морская миля (= 1851 м);

    2) большое расстояние;

    μίλια μακρυά — очень далеко

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μίλι(ον)

  • 10 περνώ

    περνάω (αόρ. (ε)πέρασα) 1. μετ.
    1) переправлять, перебрасывать;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправить на другой берег;

    2) проводить, прогонять (через какое-л. место);

    περν τα πρόβατα από το αμπέλι — прогонять отару овец через виноградник;

    3) передавать, перекидывать, перебрасывать (мяч и т. п.);
    4) вдевать, продевать (через отверстие);

    περνώ την κλωστή στο βελόνι — продевать нитку в иголку;

    5) пронзать, протыкать, прокалывать (ножом и т. п.); пробивать, продырявливать (пулей и т. п.);
    6) пропитывать, промачивать;

    τον μουσαμά δεν τον περνάει το νερό — плащ не пропускает воду, плащ водонепроницаем;

    7) надевать (на кого-л.); накидывать (одежду);

    περνώ τα παπούτσια — надевать обувь;

    8) превосходить; опережать, перегонять;

    τον περνάει στο τρέξιμο — он бежит быстрее него;

    9) переводить (на кого-л.имущество); записывать на чьё-л. имя;
    τής πέρασε όλη την περιουσία του он записал на неё всё своё состояние; 10) записывать (на чеи-л. счёт), засчитывать (кому-л.); 11) проводить, проталкивать (закон, решение и т. п.); τον νόμο τον περάσανε στη βουλή закон провели через парламент; 12) обрабатывать (чём-л.);

    περν' κάτι με κερί — обработать что-л, воском;

    13) переносить (тж. болезнь); переживать, испытывать;
    πέρασα γρίππη я перенёс грипп;

    περνώ δύσκολα χρόνια — пережить тяжёлые времена;

    14) проводить (время и т. п.); проходить службу (где-л.);
    περάσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα лето мы провели у моря; πέρασα την θητεία μου στο ναυτικό я прошёл службу во флоте;

    § περν κάποιον γιά... — считать кого-л. кем-л., принимать кого-л. за...;

    γιά ποιόν με περνας; — за кого ты меня принимаешь?;

    2. αμετ.
    1) переходить, переправляться; περάσαμε απέναντι мы перешли на другую сторону;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправиться на тот берег;

    2) передаваться, переходить (о болезни, власти и т. п.);
    η μπάλλα πέρασε στον αντίπαλο мяч перешёл к противнику; τό σπίτι πέρασε στη νύφη του дом перешёл к его снохе; η εξουσία πέρασε στον λαό власть перешла к народу; 3) проходить мимо, миновать; τό σύννεφο πέρασε туча прошла; 4) проникать (куда-л.); проходить (через отверстие);

    νερό δεν περνάει εκεί — вода туда не проникает;

    η κλωστή δεν περνάει από την βελονότρυπα — нитка не проходит через отверстие иглы;

    5) проходить, кончаться; течь, протекать; истекать (о времени, сроке);
    μου πέρασε ο πονοκέφαλος головная боль у меня прошла; περάσανε εφτά χρόνια από τότε с тех пор прошло семь лет; πέρασε το καλοκαίρι лето (уже) прошло; πέρασε η προθεσμία срок истёк; πέρασε η μόδα мода прошла; 6) проходить, быть принятым, одобренным (о законе и т. п.); 7) иметь хождение, быть действительным (о деньгах и т. п.); 8) бывать (где-л.), регулярно приходить; часто навещать;

    πότε περνάει ο ταχυδρόμος; — когда бывает почтальон?;

    § περάστε παρακαλώ войдите, пожалуйста; милости просим;

    περνάει ο λόγος του (μου) — его (моё) слово имеет вес, его (меня) слушают, с ним (со мной) считаются;

    περνώ γιά... — считать себя..., воображать себя...;

    περνάει γιά σπουδαίος — он из себя строит важную персону;

    δεν θα σού περάσει не выйдет по-твоему;

    πώς (τα) περνάς (περνατε); — как поживаешь (поживаете)?;

    μου πέρασε από το νου пришло в голову, я подумал;

    περνώ τα γυαλιά σε κάποιον — околпачить кого-л.;

    καλά περάσαμε а) мы хорошо провели время; б) мы хорошо прожили

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περνώ

  • 11 πολεμικός

    η, ό[ν]
    1) военный; воинский;

    πολεμικό (πλοίο) — военный корабль;

    πολεμικό ναυτικό — военно-морской флот;

    πολεμική αεροπορία — военно-воздушные силы;

    πολεμικό δυναμικό — военный потенциал;

    πολεμικες επιχειρήσεις — военные действия;

    πολεμική τέχνη — военное искусство;

    πολεμικά μέσα — боевые средства;

    2) боевой; воинственный;

    πολεμικό μένος — воинственный пыл, воинственность;

    3) полемический

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολεμικός

См. также в других словарях:

  • ναυτικό — το το σύνολο των πλοίων μιας χώρας με τα πληρώματά τους, και τον εξοπλισμό τους: Εμπορικό ναυτικό. – Πολεμικό ναυτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Αιγαίου (Μυκόνου) — Το Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, ένα από τα ομορφότερα του είδους του στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1983 από τον Γιώργο Δρακόπουλο, απόγονο παλιάς οικογένειας Μυκονιατών ναυτικών. Λειτουργεί από το 1985 σε ένα παραδοσιακό κυκλαδίτικο κτίριο του 19ου αι.,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό και Ναυτικό Ιθάκης — Το Λαογραφικό και Ναυτικό Μουσείο της Ιθάκης ανήκει στο δήμο και λειτουργεί από το 1996 στο ανακατασκευασμένο κτίριο του παλαιού ηλεκτρικού σταθμού. Στην αίθουσα του ισογείου, δεξιά, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε μια πολύ πλούσια συλλογή από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Θήρας — Το Ναυτικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε το 1956, με πρωτοβουλία του πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού Αντώνη Δακορώνια. Από το 1990 στεγάζεται σε ένα αποκαταστημένο στην αρχική του μορφή καπετανόσπιτο που δωρήθηκε στο μουσείο από την οικογένεια… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Οινουσσών — Ένα από τα ομορφότερα ναυτικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί στις ακριτικές Οινούσσες από το 1991. Ιδρύθηκε από τον εφοπλιστή Νικόλα Σ. Λαιμό για να αντικαταστήσει το παλαιότερο αντίστοιχο μουσείο που είχε δημιουργηθεί το 1965. Αφιερώθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Άνδρου — Το Ναυτικό Μουσείο Άνδρου ιδρύθηκε το 1972, με σκοπό να διασώσει και να προβάλει την πλούσια ναυτική παράδοση του νησιού. Η συλλογή του αποτελείται από αρχειακό υλικό (παλαιά ναυλοσύμφωνα, ασφαλιστήρια, συμβόλαια μεταφορών, ναυτικά ημερολόγια),… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Γαλαξιδίου — Το πρώτο ναυτικό μουσείο της Ελλάδας ιδρύθηκε το 1928, από τον τότε πρόεδρο της κοινότητας Γαλαξιδίου γιατρό Ευθύμιο Βλάμη, ο οποίος είχε συγκεντρώσει μερικές υδατογραφίες ιστιοφόρων. Η συλλογή του μουσείου, που εμπλουτιζόταν έκτοτε συνεχώς από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό και Περιβαλλοντικό Φισκάρδου (Κεφαλονιάς) — Το μουσείο του όμορφου μικρού λιμανιού του Φισκάρδου λειτουργεί, από το 1998, στο παλαιό κτίριο που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στέγαζε το σχολείο και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του τοπικού Ναυτικού και Περιβαλλοντικού Συλλόγου. Η συλλογή του… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγέας — Ναυτικό όργανο τετράγωνου σχήματος, κατασκευασμένο από πλαστική διάφανη ύλη. Είναι βαθμολογημένο και στις τέσσερις πλευρές του σε μοίρες (0° 360°), από μία μοίρα κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, με κοινούς χαρακτήρες στοιχείων, και κατά την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»