Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ναυτίλος

См. также в других словарях:

  • ναυτίλος — seaman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — ο είδος οστρακόδερμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτίλε — ναυτίλος seaman masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοι — ναυτίλος seaman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοις — ναυτίλος seaman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοισι — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοισιν — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλον — ναυτίλος seaman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλου — ναυτίλος seaman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλους — ναυτίλος seaman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»