-
1 ναυτίλος
-
2 ναυτίλος
-
3 ποντίλος
ποντίλος, ὁ, = ναυτίλος, Arist. H. A. 4, 1, v. l.
-
4 πλάτη
πλάτη, ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.
-
5 φόρτος
φόρτος, ὁ, die Last, Fracht, Bürde, so Viel ein Mensch, ein Thier, ein Schiff tragen kann; die Schiffsladung, Od. 8, 163. 14, 296; Hes. O. 629; φόρτον ὥςτε ναυτίλος Soph. Trach. 534; φόρτον χρείας ἔχειν Eur. Suppl. 20; διατίϑεσϑαι φόρτον Her. 1, 1; Folgde; aber erst Sp. auch im plur., wie Strab. – Uebertr., die Menge, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν Eur. I. T. 1306. – Bei den Attikern das Gemeine, Rohe, Plumpe, Pöbelhafte, τοιαῦτ' ἀφελὼν καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ Ar. Pax 748, vgl. Plut. 796, wo es der Schol. μέμψις, κατηγορία erkl. – Später = ὕλη, rohe Masse, Stoff, Materie, Aret.
См. также в других словарях:
ναυτίλος — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
ναυτίλος — ο είδος οστρακόδερμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτίλε — ναυτίλος seaman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοι — ναυτίλος seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοις — ναυτίλος seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοισι — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλοισιν — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλον — ναυτίλος seaman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλου — ναυτίλος seaman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλους — ναυτίλος seaman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)