-
1 ναυσιφόρητος
ναυσι-φόρητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυσιφόρητος
См. также в других словарях:
κηρεσσιφόρητος — κηρεσσιφόρητος, ον (Α) αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek
ποταμοφόρητος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα τού ποταμού 2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» προσχωσιγενής περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι φόρητος] … Dictionary of Greek
ναυσιφόρητος — ναυσιφόρητος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φορητός (< φορῶ)] … Dictionary of Greek