-
1 ναυσίποδες
ναυσί-ποδες, οἱ, die Schiffsfüßigen, Inselbewohner, die ihre Reise zu Schiffe machen -
2 ναύ-ποδες
ναύ-ποδες, οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.
См. также в других словарях:
ναυσίποδες — ναυσίποδες, οἱ (ΑΜ) οι νησιώτες, επειδή ταξιδεύουν με πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
ναυσίποδες — ship footed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ναύποδες — (Μ) (κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση τής λ. σε ναυσίποδες] … Dictionary of Greek