Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ναυπόρος

См. также в других словарях:

  • ναυπόρος — ναυπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο 2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική… …   Dictionary of Greek

  • ναύπορος — ναύπορος, ον (Α) (για λίμνες και ποτάμια) αυτός τον οποίο μπορεί να διέλθει κανείς με πλοίο, ο πλωτός («κέλσας ἐπ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. τηλέ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει …   Dictionary of Greek

  • ναυπόρους — ναύπορος ship frequented masc/fem acc pl ναυπόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύπορον — ναύπορος ship frequented masc/fem acc sg ναύπορος ship frequented neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυπόρωι — ναυπόρῳ , ναύπορος ship frequented masc/fem/neut dat sg ναυπόρῳ , ναυπόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»