Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ναυπηγήσιμος

См. также в других словарях:

  • ναυπηγήσιμος — useful in shipbuilding masc nom sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγήσιμος — η, ο (Α ναυπηγήσιμος, ον) [ναυπήγησις] αυτός που ανήκει στη ναυπήγηση ή αυτός που είναι χρήσιμος ή κατάλληλος για τη ναυπήγηση …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγήσιμος — η, ο ο κατάλληλος για τη ναυπήγηση: Ναυπηγήσιμη ξυλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυπηγήσιμον — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc acc sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding neut nom/voc/acc sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem acc sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγησίμων — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding fem gen pl ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/neut gen pl ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγησίμοις — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/neut dat pl ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγησίμου — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/neut gen sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγησίμῳ — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/neut dat sg ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγήσιμα — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding neut nom/voc/acc pl ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυπηγησίμης — ναυπηγήσιμος useful in shipbuilding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»