-
1 ναυ-πήγιον
ναυ-πήγιον, τό, Ort, wo Schiffe gebau't werden, Schiffswerfte; Ar. Av. 1157; D. Sic. 19, 58, vulg. ναυπηγεῖον.
См. также в других словарях:
ναυπηγεῖα — ναυπηγεῖον shipyard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek