-
1 ναυμαχία
ναυμαχίᾱ, ναυμαχίαsea-fight: fem nom /voc /acc dualναυμαχίᾱ, ναυμαχίαsea-fight: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ναυμαχίαι, ναυμαχίαsea-fight: fem nom /voc plναυμαχίᾱͅ, ναυμαχίαsea-fight: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ναυμαχια
ион. ναυμᾰχίη ἥ сражение на море, морской бой(ναυμαχίαν ποιεῖσθαι Her.; ναυμαχίᾳ или ναυμαχίαν νικᾶν Xen.)
ναυμαχίαν ἀπώσασθαί τινα Thuc. — отразить кого-л. в морском бою -
3 ναυμαχίᾳ
Βλ. λ. ναυμαχία -
4 ναυμαχία
A sea-fight, Hdt.6.14, al., Th.1.13, etc.;ν. ποιέεσθαι Hdt.8.49
; ναυμαχίῃ κρατήσας, ἑσσωθέντες, Id.3.39, 6.92;ναυμαχίᾳ νικᾶν X.HG1.6.2
; ναυμαχίας νενικήκατε ib.1.1.28; in a sea-fight,Th.
1.32;πολλὰς ν. νεναυμαχηκώς Lys.7.41
;τὴν περὶ Σαλαμῖνα ν. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους Pl.Lg. 707b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυμαχία
-
5 ναυμαχία
η морской бой, морское сражение -
6 ναυμαχία
-
7 ναυμαχία
[навмахиа] ουσ. θ. морской бой, морское сражениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυμαχία
-
8 ναυμαχία
[навмахиа] ουσ θ морской бой, морское сражение. -
9 ναυμαχία
ναυ-μαχία, ἡ, Schiffs-, Seeschlacht -
10 ναυμαχίας
ναυμαχίᾱς, ναυμαχίαsea-fight: fem acc plναυμαχίᾱς, ναυμαχίαsea-fight: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ναυμαχίαι
ναυμαχίαsea-fight: fem nom /voc plναυμαχίᾱͅ, ναυμαχίαsea-fight: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ναυμαχίαν
ναυμαχίᾱν, ναυμαχίαsea-fight: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 ναυμαχίη
ναυμαχίαsea-fight: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ναυμαχίαsea-fight: fem dat sg (epic ionic) -
14 ναυμαχιέων
ναυμαχίαsea-fight: fem gen pl (epic ionic) -
15 ναυμαχίαιν
ναυμαχίαsea-fight: fem gen /dat dual -
16 ναυμαχίαις
ναυμαχίαsea-fight: fem dat pl -
17 ναυμαχίην
ναυμαχίαsea-fight: fem acc sg (epic ionic) -
18 ναυμαχίης
ναυμαχίαsea-fight: fem gen sg (epic ionic) -
19 сражение
-
20 морской
επ.1. θαλάσσιος, θαλασσινός•-ая вода θαλασσινό νερό•
морской климат θαλάσσιο κλίμα•
-ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•
морской бой η ναυμαχία•
-йе животные θαλάσσια ζώα•
-ая рыба θαλασσινό ψάρι•
-ое дно ο βυθός της θάλασσας•
-ое купанье θαλάσσιο λουτρό•
порт θαλασσινό λιμάνι.
2. ναυτικός, θαλασσινός•морской флот ναυτικός στόλος•
-ая пехота οι πεζοναύτες•
морской офицер αξιωματικός ναυτικού•
-ая милия ναυτικό μίλίο•
-ая карта ο ναυτικός χάρτης•
-ое сражение ναυμαχία•
разбойник πειρατής, κουρσάρος•
-ое право ναυτικό δίκαιο•
-ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•
-ое училище ναυτική σχολή.
εκφρ.- ая болезнь – ναυτία, -ση•- ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•- ая собака – το σκυλόψαρο•морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•- ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•- ая змея – θαλασσινό φίδι•морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•морской лев – διάφορα είδη φωκιών•на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.
См. также в других словарях:
ναυμαχία — ναυμαχίᾱ , ναυμαχία sea fight fem nom/voc/acc dual ναυμαχίᾱ , ναυμαχία sea fight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… … Dictionary of Greek
ναυμαχίᾳ — ναυμαχίαι , ναυμαχία sea fight fem nom/voc pl ναυμαχίᾱͅ , ναυμαχία sea fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμαχία — η μάχη ανάμεσα σε πλοία: Η ναυμαχία της Σαλαμίνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τραφάλγκαρ, ναυμαχία του- — Ναυμαχία που έγινε κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο της νοτιοδυτικής ακτής της Ισπανίας (μεταξύ Κάδιξ και Γιβραλτάρ) στις 21 Οκτωβρίου 1805 μεταξύ του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον Νέλσον και του ισπανογαλλικού με επικεφαλής τον Γάλλο ναύαρχο Πιερ … Dictionary of Greek
Ναυμαχία της Σ — Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου στις 19 Ιουλίου 1940 μια ιταλική ναυτική μονάδα αποτελούμενη από μερικά ελαφρά θωρηκτά έλαβε διαταγή να φύγει από την Τρίπολη της Λιβύης και να πάει στη Λέρο με σκοπό να επιτεθεί σε αγγλικές μονάδες… … Dictionary of Greek
Έλλης, ναυμαχία της- — Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912 13), με την οποία εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και διευκολύνθηκαν οι χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο ελληνικός στόλος, υπό τον… … Dictionary of Greek
Έλλη, ναυμαχία — Βλ. λ. Έλλης, ναυμαχία της … Dictionary of Greek
Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… … Dictionary of Greek
ναυμαχίας — ναυμαχίᾱς , ναυμαχία sea fight fem acc pl ναυμαχίᾱς , ναυμαχία sea fight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμαχίαι — ναυμαχία sea fight fem nom/voc pl ναυμαχίᾱͅ , ναυμαχία sea fight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)