-
1 ναυαγήση
ναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: aor subj mid 2nd sgναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: aor subj act 3rd sgναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: fut ind mid 2nd sg -
2 ναυαγήσῃ
ναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: aor subj mid 2nd sgναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: aor subj act 3rd sgναυᾱγήσῃ, ναυαγέωsuffer shipwreck: fut ind mid 2nd sg
См. также в других словарях:
ναυαγήσῃ — ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω suffer shipwreck aor subj mid 2nd sg ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω suffer shipwreck aor subj act 3rd sg ναυᾱγήσῃ , ναυαγέω suffer shipwreck fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνσλους — (γερμ. αnschluss = ένωση). Όρος που δηλώνει, ειδικότερα, την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Την ένωση των δύο χωρών είχαν απαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου πολέμου με τις συνθήκες ειρήνης των Βερσαλιών με τη Γερμανία… … Dictionary of Greek