-
1 ναυάγιον
A piece of wreckage, Men.536.9, Arist.Pr. 932a1: mostly in pl., A.Pers. 420, Hdt.7.191, 8.12, al., Lys.2.38, Th.1.50, etc.; πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, i. e. is shivered into a thousand pieces, E.Hel. 410: metaph., ν. ἱππικά wreck of an overturned chariot, S.El. 730, 1444; ἀνδρῶν δαιτυμόνων ν. the wreck of a feast, Choeril.9;τὰ ν. τῆς πόλεως Demad.
ap. Plu.2.803a; ν. οἴκων ib. 517f.II later, = ναυαγία, ναυαγίῳ περιπεσεῖν Str.4.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυάγιον
См. также в других словарях:
ναυήγιον — ναυήγιον, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. ναυάγιο … Dictionary of Greek
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek