-
1 ναστότης
ναστότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit, Simpl. ad Arist. phys. 1, 18.
-
2 ναστότης
A solidity, absence of void, Alex.Aphr.in Metaph. 35.27, Simp.in Cael.609.18, in de An.64.3, Phlp.in Ph.506.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναστότης
-
3 ναστότης
ναστότης, ητος, ἡ, Dichtigkeit, Derbheit -
4 ναστότητα
ναστότηςsolidity: fem acc sg -
5 ναστότητος
ναστότηςsolidity: fem gen sg
См. также в других словарях:
ναστότης — ναστότης, ἡ (ΑΜ) [ναστός] πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek
ναστότητα — ναστότης solidity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναστότητος — ναστότης solidity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)