-
1 κρηναῖος
См. также в других словарях:
εύδροσος — η, ο (ΑΜ εὔδροσος, ον) γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος] … Dictionary of Greek
1 κρηναῖος
εύδροσος — η, ο (ΑΜ εὔδροσος, ον) γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος] … Dictionary of Greek