-
1 ναρούς
ναρούς· τοὺς φύλακας, Hsch. (Perh. [dialect] Dor. [var] contr. from νᾱορ ([etym.] ϝ)-, cf. ναρεῖ, ναυρός.) -
2 ναρούς
ναρόςflowing: masc acc pl -
3 ναρεῖ
ναρεῖ· τηρεῖ, Hsch. (cf. ναρούς). [full] νάρειν· κύειν, κρύπτειν, ζητεῖν, κυΐσκεσθαι, ἀμέλγεσθαι, Id. [full] νάρη· ἡ ἄφρων καὶ μωρά, Id. -
4 ναυρός
ναυρός, ὁ,
См. также в других словарях:
ναρούς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς φύλακας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με ναυρός] … Dictionary of Greek
ναρούς — ναρός flowing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρεί — ναρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τηρεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ναρούς] … Dictionary of Greek