-
1 ναρθηκοφορος
ὅ культ. ( об участниках шествий в честь Вакха) носитель нартекового жезла, нартеконосец Xen., Plut.ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ γε παῦροι погов. Plat. — нартеконосцев-то много, да богоносцев мало
См. также в других словарях:
ναρθηκοφόρος — ναρθηκοφόρος, ον (Α) 1. (γενικά) αυτός που έφερε ράβδο από νάρθηκα και ιδίως αυτός που κατά τα όργια τού Βάκχου κρατούσε νάρθηκα ή θύρσο, ο θυρσοφόρος 2. προσωνυμία τού θεού Διονύσου 3. αυτός που φέρει ράβδο, ραβδούχος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
ναρθηκοφόρος — carrying a wand of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκοφόρον — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem acc sg ναρθηκοφόρος carrying a wand of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκοφόροι — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκοφόρους — ναρθηκοφόρος carrying a wand of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… … Dictionary of Greek
ναρθηκοφορώ — ναρθηκοφορῶ, έω (Α) [ναρθηκοφόρος] φέρω νάρθηκα, ράβδο από το φυτό νάρθηξ, θύρσο … Dictionary of Greek