Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ναρθηκισμός

См. также в других словарях:

  • ναρθηκισμός — splinting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκισμόν — ναρθηκισμός splinting masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσκιωμα — το, ατος 1. η περιτύλιξη βρέφους με φασκιά, η σπαργάνωση, το σπαργάνωμα: Χαλαρό φάσκιωμα. 2. η περίδεση σπασμένου μέλους του σώματος με νάρθηκα, ο ναρθηκισμός, το καλάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»