-
1 ανασκαπτω
1) раскапывать, разрывать(τόπον Plut.)
2) прорывать рвами(πόλιν Plut.)
3) срывать, разрушать до основания(τοὺς ναοὺς ἐκ θεμελίων Polyb.)
-
2 ερημια
ἥ1) пустынное место, пустыня(εἰς ἐρημίας ἀποχωρεῖν Arst.; ἀοίκητος ἐ. Plut.)
ἐ. διὰ τέν ψάμμον Her. — песчаная пустыня2) степь(Σκυθῶν Arph.)
3) одиночество, уединение(ἐ. καὴ ἀφιλία Arst.)
ἐρημίαν ἄγειν или ἔχειν и ἐρημίας τυχεῖν Eur. — жить в одиночестве, быть одиноким4) покинутостьοἱ δι΄ ἐρημίαν ἄλλοις προσιόντες Thuc. — те, которые будучи оставлены (одними союзниками), обращаются к другим
5) лишенность, отсутствие, недостаток(φίλων Xen.; ὅπλων Plut.)
βροτῶν ἐρημίαι Eur. — безлюдные места;ἐρημίᾳ ἀνδρῶν Thuc. — из-за недостатка в людях;ἐν τῇ λύχνων ἐρημίᾳ Arph. — куда не проникает ни один луч света;ἥ ἐ. τῶν κωλυσόντων Dem. — отсутствие таких, которые помешали бы;δι΄ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι Xen. — продвигаться, не встречая противника;κακῶν ἐ. Eur. — избавление от зол;ἐ. νοῦ Plut. — неразумие, безрассудство6) опустошение, разорение -
3 θεραπευω
1) служить, быть в услужении(τινί Hom.)
2) культ. поклоняться, служить, чтить(θεούς Hes., Arst.)
θ. τοὺς ναούς Eur. — прислуживать в храмах;θ. τὰ ἱερά Her. — совершать богослужения (в храмах);θ. τὰς θήκας Plat. — чтить (память) умерших;θ. ἡμέρην τινά Her. — праздновать какой-л. день3) почитать, уважать(τοὺς γονέας, πατέρας τε καὴ μητέρας Plat.)
4) нести службу, служить, прислуживать(τοὺς δεσπότας Plat.)
5) угождать, угодничать, заискивать(τὸ πλῆθος Thuc.)
6) подкупать(τινὰ χρημάτων δόσει Thuc.; τινὰ ἐπαίνῳ Arst.)
θ. τέν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Thuc. — подкупом добиться открытия ворот (= пропуска)7) добиватьсяθ. τὸ ξυμφέρον Thuc. — преследовать корыстную цель;
θ. καιρόν Polyb. — улучить момент;θ. γυναῖκα Xen. — добиваться расположения женщины, ухаживать за женщиной;τὰς θύρας τινὸς θ. Thuc. — неотступно стоять у чьих-л. ворот (в качестве просителя), обивать пороги8) потворствовать, потакатьἡδονέν θ. Xen. — предаваться удовольствиям
9) заботиться(τοὺς ἀνθρώπους Xen.)
10) воспитывать, упражнять, приучать(τινὰ εἰς ἀρετήν Plat.)
11) окружать врачебным уходом, лечить или излечивать(τοὺς τετρωμένους Xen.; τὸ νοσήματα Plat.; τοὺς νοσοῦντας Arst.; πολλοὺς ἀπὸ νόσων NT.)
θ. τέν δυστυχίαν Luc. — утолить горе;θ. τὰς ὑποψίας Plut. — устранить подозрения;ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν погов. NT. — врачу, исцелися сам12) поддерживать в хорошем состоянии, лелеять, холить(σῶμα καὴ ψυχήν Plat.)
θ. ἵππους Plat. — ухаживать за лошадьми, разводить лошадей;θ. δένδρον Her. — выращивать дерево;θ. γῆν Xen. — обрабатывать землю13) приводить в порядок, чинитьθ. τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς Diod. — ремонтировать изношенные части корабля
14) иметь попечение, прилагать старания, заботиться(μέ ποιεῖν τι Thuc.)
θ. τὸ παρόν Soph. — оказывать необходимую помощь;θ. τὸν ναυτικόν Thuc. — заботиться о флоте, увеличивать морское могущество -
4 κενοω
ион. κεινόω1) делать пустым, опорожнять(τὸ ἀγγεῖον Arst.)
τὸ κενούμενον Thuc. — выкапываемая яма2) опустошать(πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.)
λοιμός, ὑφ΄ οὖ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. — чума, которой опустошается град Кадмов3) отнимать, лишать(τέν πόλιν ἀνδρῶν Aesch.; χέρας δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT.)
κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. — когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны4) оставлять, покидать(βωμόν, λόχμην Eur.)
5) удалять, извлекать(αἷμα Luc.)
6) (из)расходовать(πᾶν βέλος εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT.)
7) сводить к нулю, подавлять(τι NT.)
; pass. становиться тщетным -
5 περιπορευομαι
1) ходить всюду, странствовать, блуждать Plat.2) обходить, объезжать(τοὺς ναούς, τέν πόλιν κύκλῳ Polyb.)
-
6 πυροω
1) жечь, истреблять огнем(τὰς Ἀθῆνας Her.; ναούς Soph.)
πυρωθὲν ψῆγμα Aesch. — сожженные останки;2) жечь на алтаре, сжигать в жертву(μακρὰν ὀσφύν Aesch.)
3) выжигать(Κύκλωπος ὄψιν Eur.)
4) поджаривать(τὸ σταῖς Arst.)
5) воспламенять, зажигать(φλόγα ποιεῖν καὴ π. Arst.; μέρος πεπυρωμένον Plat.)
βέλη πεπυρωμένα NT. — огненные стрелы6) распалять, волновать, возбуждать(τινα Anacr.; κρεῖσσον γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι NT.)
πυρωθεὴς καρδίαν Aesch. — охваченный волнением;πυρούμενός τινι Anth. — влюбленный в кого-л.7) окуривать(δῶμα θεείῳ Theocr.)
8) очищать огнем9) подвергать действию огня(νεῦρον φθείρεται πυρωθέν Arst.)
См. также в других словарях:
Ναούς — Ναός 2 Ma. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναούς — νᾱούς , ναός 2 Ma. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek