-
1 νᾱοφύλαξ
-
2 ἶερο-ποιός
ἶερο-ποιός, ὁ, der die Opfer besorgt, in Athen zehn aus den zehn Stämmen gewählte Männer, die darauf zu sehen hatten, daß die Opferthiere ohne Fehler waren, u. übh. bei den öffentlichen Opfern die Aufsicht führten, ταῖς σεμναῖς ϑεαῖς, Dem. 21, 115 u. 171, neben μυστηρίων ἐπιμελητής u. βοώνης; bei Arist. polit. 6, 8 neben ναοφύλαξ; Sp. überh. = opfernd, ἱεροποιοὶ νεανίσκοι D. Hsl. 1, 40, παρϑένοι 9, 40.
См. также в других словарях:
ναοφύλαξ — (I) (ναοφύλαξ, ὁ (Α) φύλακας ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ]. (II) ναοφύλαξ, ὁ (Α) ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής γενικής τού δωρ. τ. ναός (= νηός) τής λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ] … Dictionary of Greek
ναοφυλακία — ναοφυλακία, ἡ (Α) [ναοφύλαξ (Ι)] (ως ιερατικό αξίωμα) περιφρούρηση, φύλαξη ναού … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
ναοφύλακας — νᾱοφύλακας , ναοφύλαξ keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοφύλακες — νᾱοφύλακες , ναοφύλαξ keeper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)