Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ναοφύλαξ

См. также в других словарях:

  • ναοφύλαξ — (I) (ναοφύλαξ, ὁ (Α) φύλακας ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + φύλαξ]. (II) ναοφύλαξ, ὁ (Α) ο κυβερνήτης ή ο πηδαλιούχος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής γενικής τού δωρ. τ. ναός (= νηός) τής λ. ναῦς «πλοίο» + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • ναοφυλακία — ναοφυλακία, ἡ (Α) [ναοφύλαξ (Ι)] (ως ιερατικό αξίωμα) περιφρούρηση, φύλαξη ναού …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • ναοφύλακας — νᾱοφύλακας , ναοφύλαξ keeper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναοφύλακες — νᾱοφύλακες , ναοφύλαξ keeper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»