-
1 νανουρίζω
[нануризо] р. убаюкивать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νανουρίζω
-
2 качать
качать 1) κουνώ, κινώ \качать головой κουνώ το κεφάλι 2) (ребёнка ) νανουρίζω 3) (насо сом) τρομπάρω, αντλώ \качаться κουνιέμαι \качаться на качелях κάνω κούνια* * *1) κουνώ, κινώкача́ть голово́й — κουνώ το κεφάλι
2) ( ребёнка) νανουρίζω3) ( насосом) τρομπάρω, αντλώ -
3 укачать
укачать, укачивать 1) (ребенка) νανουρίζω, αποκοιμίζω 2): меня \укачатьло безл. ζαλίστικα· έπαθα ναυτίαση* * *= укачивать1) ( ребёнка) νανουρίζω, αποκοιμίζω2)меня́ укачало — безл. ζαλίστικα; έπαθα ναυτίαση
-
4 баюкать
баюкатьнесов νανουρίζω, βαυκαλίζω. -
5 закачать
закача||тьсов1. (начать качать) ἀρχίζω νά κουνώ, ἀρχίζω νά σείω·2. (убаюкать) ἀποκοιμίζω, νανουρίζω·3. безл:его \закачатьло τόν ζάλισε (ή θάλασσα κ.λ.π.). -
6 качать
кача||тьнесов1. κουνώ, αἰωρώ, κλυδωνίζω:\качатьть головой κουνφ τό κεφάλι·2. (ребенка) λικνίζω, νανουρίζω·3. безл перев. личными формами глагола ζαλίζομαι·4. (накачивать) τρουμπάρω. -
7 убаюкать
убаюкатьсов, убаюкивать несов прям., перен νανουρίζω, βαυκαλίζω, βαυκαλώ:\убаюкать обещаниями βαυκαλίζω μέ ὑποσχέσεις. -
8 укачать
укачатьсов, укачивать несов1. (ребенка) νανουρίζω, ἀποκοιμίζω·2. безл (о морской болезни):меня укачало ζαλίστηκα, μ· Επιασε ἡ θάλασσα, ἐπαθα ναυ-τίασιν. -
9 усыплять
усып||лятьнесов (αποκοιμίζω, κοιμίζω/ βαυκαλίζω, νανουρίζω (убаюкивать)/ ὑπνωτίζω (гипнозом):\усыплятьлять кого́-л. ἀποκοιμίζω κάποιον \усыплятьля́ть боль καταπραΰνω τόν πόνο· \усыплятьля́ть бдительность ξεγελῶ τήν ἐπαγρύπνηση. -
10 укачивать
[ουκάτσιβατ*] ρ. αποκοιμίζω, νανουρίζω -
11 укачивать
[ουκάτσιβατ'] ρ αποκοιμίζω, νανουρίζω -
12 агукать
ρ.δ.νανουρίζω, βαυκαλίζω. -
13 баюкать
ρ.δ.μ.νανουρίζω, βαυκαλίζω. -
14 забаюкать
ρ.σ.μ. νανουρίζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω. -
15 прибаюкивать
ρ.δ. νανουρίζω, βαυκαλίζω. -
16 тетёкать
ρ.δ.μ. (διαλκ.) νανουρίζω (στα χέρια). -
17 убаюкать
ρ.σ.μ.1. νανουρίζω, βαυκαλίζω.2. μτφ. καθησυχάζω•убаюкать кого–нибудь обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις.
νανουρίζομαι, βαυκαλίζομαι.
См. также в других словарях:
νανουρίζω — και ναναρίζω ισα, ίστηκα, ισμένος, αποκοιμίζω μωρό, παρηγορώ: Τόση ώρα το νανουρίζω και δεν κοιμάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νανουρίζω — νανουρίζω, νανούρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… … Dictionary of Greek
ναναρίζω — νανουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανά + κατάλ. ρίζω (πρβλ. κακα ρίζω, νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] … Dictionary of Greek
νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… … Dictionary of Greek
βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι … Dictionary of Greek
βαγιλίζω — και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω) περιποιούμαι, φροντίζω νεοελλ. 1. νανουρίζω 2. κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά] … Dictionary of Greek
βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… … Dictionary of Greek
βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… … Dictionary of Greek
επικοιμίζω — ἐπικοιμίζω (Α) [κοιμίζω] 1. βαυκαλίζω, νανουρίζω 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω … Dictionary of Greek