Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νανουρίζω

См. также в других словарях:

  • νανουρίζω — και ναναρίζω ισα, ίστηκα, ισμένος, αποκοιμίζω μωρό, παρηγορώ: Τόση ώρα το νανουρίζω και δεν κοιμάται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νανουρίζω — νανουρίζω, νανούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… …   Dictionary of Greek

  • ναναρίζω — νανουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανά + κατάλ. ρίζω (πρβλ. κακα ρίζω, νιαου ρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …   Dictionary of Greek

  • βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • βαγιλίζω — και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω) περιποιούμαι, φροντίζω νεοελλ. 1. νανουρίζω 2. κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά] …   Dictionary of Greek

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… …   Dictionary of Greek

  • επικοιμίζω — ἐπικοιμίζω (Α) [κοιμίζω] 1. βαυκαλίζω, νανουρίζω 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»