Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ναικισσορεύοντας

См. также в других словарях:

  • ναικισσορεύοντας — ναικισσορεύω disparage pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναικισσορεύω — (Α) υποτιμώ, δυσφημώ, εξευτελίζω κάποιον («ναικισσορεύοντας επίτηδες διασύροντας και εξευτελίζοντας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το α συνθετικό ναικι είναι ίσως το ναί χι (< ναί + χί, πρβλ. ου χί, μη χί). Βλ. και λ. ναικισσήρεις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»