-
1 ναικισσορεύοντας
Meaning: ἐπίτηδες διασύροντας καὶ ἐξευτελίσαντας τινες δέ φασι ναικισσήρεις λέγεσθαι ἐπὶ τοῦ ἐμφαίνοντος ὁμολογεῖν καὶ ὁμολογοῦντος [Pherecr. 222], ἐπὶ τῶν κατεψευσμένων ἡ λέξις H. Cf. Photius s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One tried to find ναίχι in the beginning.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναικισσορεύοντας
-
2 ναικισσορεύοντας
ναικισσορεύωdisparage: pres part act masc acc pl
См. также в других словарях:
ναικισσορεύοντας — ναικισσορεύω disparage pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναικισσορεύω — (Α) υποτιμώ, δυσφημώ, εξευτελίζω κάποιον («ναικισσορεύοντας επίτηδες διασύροντας και εξευτελίζοντας», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το α συνθετικό ναικι είναι ίσως το ναί χι (< ναί + χί, πρβλ. ου χί, μη χί). Βλ. και λ. ναικισσήρεις] … Dictionary of Greek