-
1 νήϊστος
A = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perh. the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th. 460, cf. Stat. Theb.8.354;Νηΐταις πύλαις E.Ph. 1104
codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.
: perh. Νηΐτταις πύλαις with - ττ- from - στ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήϊστος
-
2 νηίσταις
νήιστοςfem dat pl -
3 νηίστης
νήιστοςfem gen sg (attic epic ionic) -
4 νήιστα
νήιστοςneut nom /voc /acc pl -
5 Νηιστών
-
6 Νηιστῶν
-
7 νηίστας
νηίστᾱς, νήιστοςfem acc plνηίστᾱς, νήιστοςfem gen sg (doric aeolic) -
8 νηίστησι
-
9 νηίστῃσι
-
10 νέατος
A uttermost, lowest, Hom. (who uses the νει- form exc. in Il.11.712, 9.153, 295), always of Space, the lowest part of.., ν. ἀνθερεών, κενεών, ὦμος, Il.5.293, 857, 15.341; extreme, outermost,ὄρχος Od.7.127
;ἀστράγαλος Il.14.466
;ν. πείρατα γαίης 8.478
; ὑπαὶ πόδα ν. Ἴδης the lowest slope of Ida, 2.824;ἐκ ν. πυθμένος εἰς κορυφήν Sol.13.10
; πόδες ν. the feet, Orac. ap.Hdt.7.140;νείατον ἰνίον A.R.3.763
, cf. 2.166: c. gen.,ν. ἄλλων Il.6.295
; πόλις νεάτη Πύλου on the border of Pylos, 11.712; , 295 (wrongly expld. ap.Sch. as [ per.] 3pl. [tense] pres. ind. (like κέαται ) of ναίω, to be situated):— rare in Prose,τὰς νεάτας πλευράς Hp.Int.27
, and cf. νεάτη; [var] contr. [full] νῆτος· ἔσχατος, Hsch.; Arc. [full] νήατος Schwyzer 664.10 (Orchom. Arc., iv B.C.). (The orig. form may be νήατος; with νείατος, νέατος, cf. εἵαται, ἕαται (v. ἧμαι), εἵως, ἕως, etc.; cf. νήϊστος, νείαιρα, νειόθεν, νειόθι.)------------------------------------
См. также в других словарях:
νήιστος — νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, η, ον (Α) έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. τού θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες τής Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (*νήαται),… … Dictionary of Greek
Νηιστῶν — Νηιστός fem gen pl Νηιστός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηίσταις — νήιστος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηίστης — νήιστος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηίστῃσι — νήιστος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήιστα — νήιστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηίστας — νηίστᾱς , νήιστος fem acc pl νηίστᾱς , νήιστος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)