Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νήριστος

См. также в других словарях:

  • νήριστος — νήριστος, ον (Α) αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ ήριστος, επ ήριστος] …   Dictionary of Greek

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»