-
1 αναστελλω
1) высоко поднимать, подбирать, задирать вверх(τὰς ῥίζας ἄνω Arst.)
ἀνεσταλμένος χιτών Plut. — высоко подобранный хитон;med. — подтягивать на себе, т.е. надевать на себя (χιτώνια Arph.; νεβρίδας Eur.)2) отгонять прочь, отбивать, отражать (sc. πολεμίους Eur., Thuc., Xen.; οἱ ἄνεμοι ἀναστέλλουσι τἄ νέφη Arst.)3) удалять, счищать(τέν γῆν Diod.)
-
2 ανατρεχω
(fut. ἀναδραμοῦμαι - в Anth. ἀναδράμομαι)1) бежать наверх, взбегать, бегом взбираться(πρός τι Thuc., Plut., κατά τι Xen. и εἴς τι Arst.)
2) быстро подниматься, вскакивать(ἐκ τῆς κοίτης Her.; ἀπὸ θαλάσσης ἀνέδραμε νέφη Plut.)
3) выскакивать4) (pf.-praes.) подниматься, выситься(ἀναδέδρομε πέτρη Hom.)
5) вырастать(σῖτος ἀνατρέχει Arst.)
βλαστὸς ἐκ τοῦ στελέχεος ἀναδεδραμηκώς Her. — побег, выросший из ствола;ἀναδραμεῖν εἰς τὸ πρῶτον ἀξίωμα Plut. — достигнуть высших почестей6) отбегать назад, поспешно отступатьἀνέδραμε, μίκτο δ΄ ὁμίλῳ Hom. — он отступил и смешался с толпой;
ἀνατρεχούσης εἰς αὑτέν θαλάττης Plut. — во время морского отлива7) возвращаться(ἐπί τι Polyb. и εἴς τι Polyb., Diod.)
εἰς τέν αὑτοῦ φύσιν ἀναδραμεῖν Plut. — вернуться к своим старым привычкам8) пробегать, перен. рассказыватьἀ. τοῖς χρόνοις Polyb. — говорить о прошлом;
ὕμνῳ ἀ. τι Pind. — воспевать что-л.9) исправлять, заглаживать(τέν ἐλάττωσιν Plut., Luc.)
ἀ. ἐπειρῶντο κατὰ δύναμιν Polyb. — они всячески старались загладить свою вину -
3 αποφυσαω
1) сдувать(τινα εἴς τι Arph.)
2) ( о ветре) разгонять(τὰ νέφη Arst.)
3) выдувать(τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον Arst.)
4) выдыхатьἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc. — испустив дух, скончавшись
-
4 αχρωματιστος
-
5 εμπτωσις
- εως ἥ1) падение внутрь ( или на что-л)(τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Plut.)
2) проникновение(εἰδώλων ἐμπτώσεις Diog.L.)
-
6 Καικιας
ὅ (= εὗρος) кекий, северо-восточный ветер(Κ. ὅ ἀπὸ τοῦ περὴ τὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων ἄνεμός, sc. ἐστιν Arst.)
ἕλκειν ὡς ὅ Κ. τὰ νέφη погов. Arst., Plut. — притягивать словно нордост тучи;ὡς οὗτος ἤτοι Κ. καὴ συκοφαντίας πνεῖ Arph. — (спускай паруса) ибо дует ветер клеветы -
7 κυφελλα
-
8 πιλοω
сгущатьνέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Plut. — (Демокрит говорит, что) облака образуются (досл. сгущаются) из испарений
-
9 χαλαζοβολος
-
10 μετέωρος
η, ο [ος, ον ]1) висящий, парящий в воздухе;βρίσκομαι μετέωρος — парить в воздухе;
τα νέφη ίστανται μετέωρα — нависли тучи;
2) перен. неуверенный; нерешительный, колеблющийся;3) перен. находящийся в неопределённом положении, в ожидании чего-л.;είμαι μετέωρος — висеть в воздухе, быть в неопределённом положении;
με αφήκε μετέωρον — он меня оставил в состоянии неопределённости
-
11 σκιάζω
См. также в других словарях:
νέφη — νέφος cloud neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νέφος cloud neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγγελάνου, Νέφη — Δύο σχετικά μικροί γαλαξίες που είναι κοντινοί γείτονες (δορυφόροι) του Γαλαξία μας. Τα Ν.Μ. είναι ορατά με γυμνό μάτι με τη μορφή φωτεινών νεφών, αλλά βρίσκονται κοντά στον νότιο ουράνιο πόλο (απόκλιση περίπου 69° και 73°) και γι’ αυτό είναι… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
καταιγίδα — Τοπική ανώμαλη και ισχυρή ατμοσφαιρική διατάραξη, που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες βροχές (πολλές φορές και από χαλάζι), ισχυρούς ανέμους, ισχυρές ηλεκτρικές εκκενώσεις (αστραπές με βροντές) και βαριά νέφωση. Η κ. δημιουργείται εξαιτίας της… … Dictionary of Greek