-
1 νένασμαι
-
2 νάσσω
νάσσω, att. νάττω, fut. νάξω, perf. pass. νένασμαι, feststampfen, festdrücken; ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε, Od. 21, 122; VLL. erkl. ϑλίβειν, ὁμαλίζειν; übh. volldrücken, hineinstopfen, dicht anfüllen, ἔναττον οἱ παῖδες εἰς τὰς σπυρίδας, Ath. IV, 130 b; τινός, womit, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, Ar. Lys. 840; einzeln auch bei Sp., νάξαι, Nic. Ther. 952; νένασμαι κέρμασιν, Alciphr. 3, 47. – Adj. verb. ναστός s. unten.
См. также в других словарях:
νένασμαι — νάσσω press perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάσσω — και αττ. τ. νάττω (Α) 1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.) 2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.) 3. (το παθ.) νάσσομαι α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.) β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία… … Dictionary of Greek