-
1 νάρκησις
-
2 νάρκησις
νάρκησις, ἡ, das Erstarren, Betäuben -
3 νάρκησις
A torpor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νάρκησις
-
4 ἀπο-νάρκησις
ἀπο-νάρκησις, ἡ, Erstarrung, Plut. Symp. 3, 5, 2.
-
5 αποναρκησις
-
6 ἀπονάρκησις
См. также в других словарях:
νάρκησις — νάρκησις, ἡ (Α) [ναρκώ] νάρκημα* … Dictionary of Greek