Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

νάνος

  • 1 νάνος

    [нанос] ουσ. а. карлик, гном.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νάνος

  • 2 нанос

    [νανός] ουσ. α. πρόσχωση

    Русско-греческий новый словарь > нанос

  • 3 нанос

    [νανός] ουσ α πρόσχωση

    Русско-эллинский словарь > нанос

  • 4 карлик

    карлик м о νάνος
    * * *
    м
    ο νάνος

    Русско-греческий словарь > карлик

  • 5 гном

    гном
    м ὁ νάνος.

    Русско-новогреческий словарь > гном

  • 6 гном

    [γκνόμ] ουσ α. νάνος

    Русско-греческий новый словарь > гном

  • 7 гном

    [γκνόμ] ουσ α νάνος

    Русско-эллинский словарь > гном

  • 8 карлик

    α.
    -ца, -ы θ.
    νάνος, -α, πυγμαίος. || μτφ. πολύ μικρός.

    Большой русско-греческий словарь > карлик

  • 9 коротыш

    α. (απλ.) νάνος, πυγμαίος, κοντοπίθαρος, Κοντορεβιθούλης.

    Большой русско-греческий словарь > коротыш

  • 10 лилипут

    α.
    -ка, -и θ.
    νάνος, πυγμαίος άνθρωπος. || άνθρωπος ασήμαντος.

    Большой русско-греческий словарь > лилипут

  • 11 малявка

    θ.
    βλ. малк.
    α. κ. θ.
    νάνος, πυγμαίος, κοντορεβιθούλης.

    Большой русско-греческий словарь > малявка

  • 12 ноготок

    -тка α.
    1. νυχάκι.
    2. το χρυσάνθεμο.
    εκφρ.
    с ноготок – κοντοπίθαρος, κοντορεβιθούλης, νάνος, πυγμαίος•
    мужичок с ноготок – κοντοπίθαρος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > ноготок

  • 13 орёл

    орла α.
    1. αετός —крикун αετός ο κράχτης ή σταυραετός —карлик αετός-νάνος.
    2. μτφ. προικισμένος με ανώτερες ιδιότητες, πλεονεκτήματα (ισχύ, τόλμη κλπ.).
    εκφρ.
    βλ. орлянка.

    Большой русско-греческий словарь > орёл

  • 14 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

См. также в других словарях:

  • νᾶνος — dwarf masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • νάνος — ο 1. αυτός που πάσχει από νανισμό. 2. άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάνος γαλαξίας — (Αστρον.). Ένας γαλαξίας ασυνήθιστα αμυδρός είτε εξαιτίας του πολύ μικρού μεγέθους του, της πολύ χαμηλής επιφανειακής του λαμπρότητας είτε και των δύο μαζί. Αφού όμως οι γαλαξίες εμφανίζονται σε μία συνεχή κλίμακα μεγεθών από τους γιγαντιαίους… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Νάνος (Ιωάννης) — (Λοζάνη 1921 –). Νομικός, φιλόλογος και λογοτέχνης, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αγγλική φιλολογία στο Λονδίνο. Σταδιοδρόμησε ως διπλωματικός υπάλληλος σε διάφορες πρεσβείες,… …   Dictionary of Greek

  • νᾶνοι — νᾶνος dwarf masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νᾶνον — νᾶνος dwarf masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nano- — This article describes the SI prefix. For other meanings, see Nano. Nano (symbol n) is a prefix meaning a billionth. Used primarily in the metric system, this prefix denotes a factor of 10−9 or 0.000000001. It is frequently encountered in science …   Wikipedia

  • Nanolaser — A Nanolaser, also referred to as a miniature laser or plasmonic laser, is a laser, namely a light amplifier by stimulated emission of radiation, that has nanoscale dimensions. While the word nano originates from Greek νᾶνος (=dwarf), the… …   Wikipedia

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»