Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νάβλας

См. также в других словарях:

  • νάβλας — ο (Α νάβλας) 1. η νάβλα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νάβλας κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῡ δυσηχοῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. nēbel «άρπα»). Η αρχική σημ. τής σημιτικής ρίζας ήταν «βάζο, αγγείο», όπως μαρτυρεί και η… …   Dictionary of Greek

  • νάβλας — νάβλᾱς , νάβλα a musical instrument of ten fem acc pl νάβλᾱς , νάβλα a musical instrument of ten fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάβλα — η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ) είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο ὄργανον τοῡ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῡτον… …   Dictionary of Greek

  • ναβλίζω — (Α) [νάβλας)] ψάλλω …   Dictionary of Greek

  • ναβλιστοκτυπεύς — ναβλιστοκτυπεύς, ὁ (Α) ναβλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναβλιστής + κτύπος + κατάλ. εύς αντί τού αναμενόμενου *ναβλοκτύπος (< νάβλας + κτύπος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»